προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγωνιζομένων — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιζόμενον — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut nom/voc/acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνισαμένων — προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιεῖται — προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic) προαγωνιεῖται , προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιζομένην — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) προαγωνιζομένην , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιζομένους — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl προαγωνιζομένους , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιζόμενοι — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl προαγωνιζόμενοι , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιζόμενος — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg προαγωνιζόμενος , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνιούμενοι — προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) προαγωνιούμενοι , προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)