προαγωνίζομαι

προαγωνίζομαι
ΝΑ [αγωνίζομαι]
αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.)
νεοελλ.
προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι
αρχ.
1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον
2. είμαι συνήγορος κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγωνιζομένων — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενον — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut nom/voc/acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνισαμένων — προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιεῖται — προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic) προαγωνιεῖται , προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένην — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) προαγωνιζομένην , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένους — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl προαγωνιζομένους , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενοι — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl προαγωνιζόμενοι , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενος — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg προαγωνιζόμενος , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιούμενοι — προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) προαγωνιούμενοι , προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”